Η αγάπη, η παιδεία και η αρχαία ελληνική κοσμοθέαση από το βιβλίο «τα Ελληνικά« του Δημήτρη Λιαντίνη
Δεν ταξινομείται η παιδεία. Κι όσο τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρένων, έτσι ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρεψε.
Χωρίς να το ξέρουμε και χωρίς να το εννοούμε, από τα γεννοφάσκια του φιδοζώνουμε το παιδί με δεισιδαιμονίες προλήψεις και καταδεσμούς. Και με τα δηλητήρια αυτά πνίγουμε την ψυχή του. Όπως τα ζιζάνια και τα άλλα αγριόχορτα το στάρι.
Φορτώνουμε στην ράχη του νέου ανθρώπου την άρρωστη φαντασία μας, τις ψευτιές, την άγνοια, την ηθική μας απολίθωση, τις έντρομες παραστάσεις και όλο το καταποντισμένο αταβισμό των προγόνων μας, και τον αναγκάζουμε να σηκώσει στον ώμο του αυτό το γιουσουρούμ της αχρηστίας και της οξείδωσης, όπως εσήκωσε ο αρχαίος τιτάνας τον ουρανό.
Αγωνιζόμαστε να αφαιρέσουμε την φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάσουμε με την άρρωστη γνώμη μας.
Κόκκινο σαν παπαρούνα και κίτρινο σαν την χολή είναι το αφιοτόπι της ψευτιάς και των προλήψεων. Η στρατηγική να καταστρέφουμε το φυσικό πεδίο του παιδιού με τις προλήψεις είναι σκόπιμη, κατευθυνόμενη, κακουργηματική τρεις τετράκις σε θάνατο, και απάνθρωπη.
Έτσι, όταν τα παιδιά μας φτάνουν στη ηλικία να δώσουν τον όρκο του άντρα και όταν οι κοπέλες μας φτάνουν στην ώρα τους, γίνουνται ωραίες δηλαδή, έχουν χωριστεί σε δυο τάξεις.
Η μια που είναι η μάζα σχεδόν του συνόλου, έχει αφομοιώσει το δηλητήριο της ψευτιάς. Και έχει ανοσοποιηθεί στα υδροκυάνια και στα κώνεια, κατά τον τρόπο του παλαιού εκείνου Μιθριδάτη. Είναι η πλαστική στόφα ανθρώπου, τα μηχανημένα νευρόσπαστα, που παραλαβαίνουν την σκυτάλη των προλήψεων και αναπαράγουν το ίδιο στις νέες γενεές.
Η άλλη είναι η τάξη που καταλογογραφεί τους Ελάχιστους. Ετούτοι είναι οι χρηστηριασμένοι από κάποια βούληση, και οι φορτοβασταχτές της προσωπικής τους ευθύνης. Λίγοι, άλλα όλοι τους ξανασαρκώνουν τον Ορέστη, τον Τσε-Γκεβάρα τον Άμλετ. Καθώς τους μαστιγώνει η οργή της αλήθειας, ο τρόμος της εμορφιάς, και το μεγαλείο του ανθρώπου. Περνούν και πηγαίνουν να απαντήσουν την μοίρα τους, και ζητούν να μάθουν την αλήθεια, έστω και αν είναι να τους τυφλώσει. Όπως εζήτησε να μάθει την αλήθεια ο Οιδίποδας, και όταν την έμαθε έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του.
Κάτω από τις τυφλωτικές καταλαμπές και θερινές καταιγίδες όλοι αυτοί κρατούν μέσα τους τον άνθρωπο όρθιο και στο φυσικό του ανάστημα. Που πάει να πει Λεύτερο από ψευτιές και δεισιδαιμονίες….
Αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη
Σχετικά με την αγάπη, την παρούσα στους χριστιανούς και την απούσα στους Έλληνες, αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι όχι με την πλάνη και την υποκρισία αλλά με την αλήθεια και την εντιμότητα, θα υποχρεωθούμε να αναδιατάξουμε τις θέσεις μας από τα θεμέλια τους.
Για τους Έλληνες αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη, αυτό που διαφορετικά το περιγράψανε με τη μεγαλώνυμη λέξη της Δίκης. Να επιδικάζεις στον άνθρωπο την τιμή του, να μη γίνεσαι υπέρογκος και υβριστής απέναντι στους νόμους της φύσης και στους νόμους των ανθρώπων, αυτό που οι ευρωπαίοι ερμηνευτικά το βάφτισαν ουμανισμό Και όλα αυτά χωρίς γλυκασμούς και χωρίς ηχηρότητα. Με γνώση, με πικρά και με βούληση.
Για τους έλληνες δηλαδή, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δυο χιτώνες σου. Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει τρεις χιτώνες όταν ο διπλανός δεν έχει κανένα.
Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δυο το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο. Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να «κουκουλώσει» μια κοινωνική αταξία.
Ενώ η θέση των ελλήνων να μην αποχτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.
Η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους χριστιανούς
Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς; Μια διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;
Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι άλλο και σαφές, όσο και το φύλλο της Ελιάς. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.
Η παρατήρηση των ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.
Θρησκεία Ελλήνων
Αν λογαριάσουμε την ισχυρή θέση ότι τους θεούς και τις θρησκείες τις γέννησε πρωτογενώς ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στη ζωή, και στο δεύτερο προχωρημένο επίπεδο του πράγματος ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο του, τότε θα βρούμε ότι με τη θρησκεία των Ελλήνων συνέβηκε μια εξαίρεση, που αλλιώτικα συνιστά και μια τροπή μοναδική.
Τη θρησκεία των ελλήνων, δηλαδή, δεν την εγέννησε ο φόβος, αλλά την εγέννησε ο καημός, να ξεπεράσουν οι έλληνες τον πόνο που προκάλεσε η ορθολογική τους θέωρηση για τη φύση και για τη ζωή.
Με άλλα λόγια, η θρησκεία των ελλήνων δημιουργήθηκε από την τίμια και την Αντρίκεια στάση τους να υπερβούν τον πεσσιμισμό και τη μελαγχολία τους.
Ανάμεσα όμως στο φόβο απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, και στην ανάγκη να συνθηκολογήσουν οι έλληνες με τον πόνο που τους γέννησε η γνώση τους ότι ο κόσμος είναι βαρύς, υπάρχει η ελάχιστη διαφορά που δίνει το μέγιστο αποτέλεσμα.
Η θρησκεία των ελλήνων, δηλαδή, είναι όχι γέννημα της υπόθεσης και της φαντασίας, όπως όλες οι άλλες θρησκείες, αλλά είναι η αισθητική αναπαράσταση των φαινομένων της φύσης.
Έτσι, οι θεοί των ελλήνων δεν είναι αόρατες καν μυστικές παρουσίες. Δεν είναι φαντάσματα του νου, και συμπηγμοί του αγέρα, λόγοι υποθετικοί και επίνοιες, είναι όντα του ξυπνητού ύπνου.
Αντίθετα, οι θεοί των ελλήνων είναι εικονισμοί των φυσικών φαινομένων καμωμένοι με ευφυία και ραδινή δεξιοσύνη. Τους έπλασαν τα φτερουγητά μιας έλλογης φαντασίας, τα ολόκληρα, τα απλά, ατρεμή, και τα ευδαίμονα.
Και προπαντός αυτό: οι θεοί των Ελλήνων βεβαιώνουνται αισθητηριακά, αγγίζουνται με τα χέρια, τους αντικρύζουν τα μάτια, υπάρχουν υποστατοί και ένυλοι.
Ο Απόλλων ξαφνικά, είναι ο ήλιος και η μουσική κανονικότητα της φύσης.
Η Άρτεμη είναι η σελήνη. Και τα δύο αδέρφια συμβολίζουν το φως της μέρας και της νύχτας και γεννήθηκαν στη Δήλο, λέξη που και η ίδια σημαίνει τη διαύγεια και το φως.
Ο Ποσειδώνας είναι η θάλασσα.
Ο Ήφαιστος είναι η φωτιά και τα μέταλλα.
Η Αθηνά είναι η ευφυΐα του ανθρώπου, γι’ αυτό είναι και η πολιούχος του πολυμήχανου Οδυσσέα.
Ο Αίολος είναι οι δέκα έξι αέρηδες στις θάλασσες.
Η Δήμητρα είναι η χαρά των καρπών, το στάρι οι μηλιές το ραβέντι και τα αμπέλια, καθώς λέει ο στίχος του Αρτσιβάλδ Μακλής.
Και ο Δίας είναι ο κεραυνός και η βροχή, που πέφτει σπέρμα γενναίο και γονιμοποιεί τη διψασμένη γης. Γι’ αυτό οι Έλληνες, κοντά σε άλλα, τον πλάσανε εραστή των πιο ωραίων θνητών γυναικών. Της Λήδας, της Ευρώπης, της Ιούς, της Λητούς, της Αλκμήνης, της Σεμέλης, της Ολυμπιάδας του Φιλίππου.
Έτσι πάει η ιστορία και με τους τριάντα χιλιάδες θεούς των ελλήνων. Ο καθένας είναι κι από ένα υπαρκτό, λειτουργικό, ακατάλυτο, στο ωφέλιμο και στο βλαβερό αληθινό και υπέροχο φυσικό φαινόμενο.
Με άλλες λέξεις, η θρησκεία των Ελλήνων είναι μία αισθητική εμπραγμάτωση των στοιχείων της φύσης, και κατά τούτο είναι μια παραλλαγή της τέχνης των Ελλήνων.
Τη γεωμετρική απόδειξη αυτής της πρότασης τη δίνει το γεγονός ότι τη θρησκεία των ελλήνων την περιέχει η τέχνη τους.